- ζημιοῦμαι
- ζημιόωcause losspres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζημιώνω — και ζημιώ (AM ζημιῶ, όω, Μ και ζημιώνω) [ζημία] 1. προξενώ σε κάποιον ζημιά, απώλεια, βλάβη, βλάπτω, παραβλάπτω (α. «μέ ζήμιωσες με αυτά που έκανες» β. μηδὲν ἢ μηδένα ζημιοῑ», Πλάτ.) νεοελλ. 1. παθαίνω ζημιά («ζήμιωσα από την επιχείρηση») 2.… … Dictionary of Greek
προζημιούμαι — όομαι, Α [ζημιοῡμαι] υφίσταμαι ζημιά εκ τών προτέρων … Dictionary of Greek
προσαποζημιούμαι — όομαι, Α ζημιώνομαι ακόμη περισσότερο ή, κατ άλλους, αποζημιώνομαι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀπὸ + ζημιοῦμαι «βλάπτομαι, ζημιώνομαι»] … Dictionary of Greek
τέλος — το, ΝΜΑ 1. η ολοκλήρωση, η τελείωση ενός πράγματος, το έσχατο όριο του στον χώρο και στον χρόνο, αποπεράτωση, πέρας (α. «το τέλος τού δρόμου» β. «το τέλος τής προσπάθειας» γ. «τέλος τής εβδομάδας» δ. «μὴ πρότερόν τι πάθῇς, πρὶν τέλος ἐπιθεῑναι… … Dictionary of Greek